19 Μαΐου – Ημέρα Μνήμης Γενοκτονίας Ποντίων.
Σήμερα δεν γράφουμε, Θυμόμαστε.
Δεν μιλούμε, Προσκυνούμε.
Συγκλονιστικές Μαρτυρίες Επιζώντων.
«Μας πήραν όλους σε μια πορεία θανάτου. Πολλοί, οι γεροντότεροι, δεν άντεξαν. Τον θείο της μητέρας μου, τον παπα-Κυριάκο, τον διέταξαν οι Τούρκοι στρατιώτες να φύγει. Εκείνος λειτουργούσε. Ζήτησε να αποχωρήσει μόλις θα τέλειωνε η εκκλησία. Οι Τούρκοι απείλησαν να κλειδώσουν τις πόρτες και να τους κάψουν ζωντανούς. Τελικά τους έκαψαν μέσα στην εκκλησία. Τι τα θυμάμαι;…»
(Αθανασία Ιγνατιάδου, από χωριό της Κερασούντας- αφήγηση από τον πρώτο διωγμό, το 1910

«… Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής, μέχρι να πεθάνουν”.
Χάρης Τσιρκινίδης στο βιβλίο “Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντο” αναφέρει την μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη Τσίρκινίδη
«…Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς.
…. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.

Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι’ ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.
Σάββας Κανταρτζής, από το χωριό Μπεϊαλαν.

«…Το χωριό προχωρούσε σαν καραβάνι προς δυσμάς ώστε να φτάσει στα παράλια, συνοδευόμενο απ’ τους Τσέτες που τώρα είχαν αναλάβει καθήκοντα χωροφυλάκων. Πνιγμένοι στη σκόνη, στεγνά τα χείλη. Η Ευλαμπία ξαφνικά απομακρύνθηκε, ακούστηκε η προσταγή «τουρ–τουρ! Σταμάτα!». Τρομαγμένη έτρεξε να προφυλαχτεί πίσω από μία συστάδα θάμνων. Την πρόλαβαν δυο Τσέτες. Από τους υποκόπανους των όπλων τους βρέθηκε στο χώμα λιπόθυμη. Τη βίασαν. Ακούστηκαν δύο πυροβολισμοί. Τη δολοφόνησαν εν ψυχρώ. Ακίνητο το καραβάνι. Οι άλλοι ληστές είχαν παρατεταμένα τα όπλα. Έτσι τηρούσαν τις συμφωνίες οι Τσέτες. Είπαν πως ήταν για παραδειγματισμό. Συγκεντρώθηκε μπαχτσίσι από τους συγχωριανούς για να δοθεί άδεια για την ταφή της Ευλαμπίας στο σημείο της δολοφονίας. Ήταν 13 ετών…»
Παναΐλα (Παναγιώτα) Παπαδοπούλου, από την Πάφρα

«…Εμείς όταν ξεκινήσαμε από την πατρίδα για να φύγουμε για την Ελλάδα, τίποτα πολύ τα έχασα, τίποτα δεν σκέφτηκα να πάρω. Την εικόνα είπα ας πάρω και τα άγια λείψανα να μας προστατεύουνε στους δρόμους. Και με εκείνα ήρθαμε εδώ στην Ελλάδα. Και το τι τραβήξαμε, τις ταλαιπωρίες, τις φτώχιες, τα βάσανα, ο Θεός μόνο τα ξέρει…».
Παρθένα Πουαρίδου από τον Ανατολικό Πόντο και το Χαψίκιοϊ της περιφέρειας Τραπεζούντας.
«..Ήρθαμε στην Ελλάδα πεινασμένοι, διψασμένοι. Τα παιδιά πέθαιναν στα χέρια μας από την πείνα. Και τί καταλάβαμε που ήρθαμε εδώ; Τίποτα… Μόνο φασαρίες. Εμείς στην Τραπεζούντα, βασιλιάδες ήμασταν. Εδώ; Για Τούρκους μας είχανε. Μουσουλμάνους. Όταν μας έλεγαν Μουσουλμάνους, ε τρελαινόμασταν»,
Δ. Μασκαλίδου, πρώην κάτοικος της Χωρομάνας Πόντου.
“Όταν ήρθα εδώ στην Ελλάδα, οι Έλληνες Τουρκόσπορους μας φώναζαν. Να τα λέμε έξω από τα δόντια”,
Ανδρονικίδης Κωνσταντίνος από τη Γαλίαινα της περιοχής Ματσούκα, της Τραπεζούντα

Τα Πάθα σ’ Προσκυνώ, Λαέ μ’,
Η Ρωμανία κι αν Πέρασεν Ανθεί και Φέρει κι Άλλο.
Αιωνία Η Μνήμη στους Άταφους.
